- αγκυροβολία
- η [αγκυροβόλο]πόντιση τής άγκυρας πλοίου στον βυθό τής θάλασσας κατά την προσόρμισή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκυροβόλια — ἀγκυροβόλιον anchorage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… … Dictionary of Greek
REFUGIA — aupd Ulpianum ICti l. 13. de Usufr. sunt porticus seu cryptae; cuiusmodi loca sibi comparabant, qui inter ambulandum, exercendum aut vescendum, neque aestatis neuqe hiemis ferre poterant incommoda. Hypogaeos deambulationes vocat Vitruvius, l. 5.… … Hofmann J. Lexicon universale
άραγμα — το (Α ἄραγμα) νεοελλ. (για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά αρχ. χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση … Dictionary of Greek
αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] … Dictionary of Greek
αγκυροβόληση — η [αγκυροβολώ] αγκυροβολιά … Dictionary of Greek
αγκυροβόλο — το μηχάνημα που εξασφαλίζει τη γρήγορη πόντιση τής άγκυρας (αλλιώς αγκυροβολέας). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αγκυροβολία] … Dictionary of Greek
αγκυρουχία — ἀγκυρουχία, η (Α) συγκράτηση, ασφάλιση τού πλοίου με άγκυρα, αγκυροβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + ἔχω] … Dictionary of Greek
αγκύρωση — η [αγκυρώνω] 1. η αγκυροβολιά* 2. τεχνολ. η σύνδεση ή η ενίσχυση τής συνδέσεως δύο δομικών υλικών, χωρίς συγκόλληση· … Dictionary of Greek